ἔξαλλα

ἔξαλλα
ἔξαλλος
special
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άνθεμα — Αρχαίο ελληνικό τραγούδι που έλεγαν οι ιδιώτες (πολίτες δίχως επάγγελμα). Το τραγουδούσαν με συνοδεία φλογέρας και συγχρόνως χόρευαν έξαλλα. Toά. ήταν ανάλογο με τα λαϊκά παραδοσιακά τραγούδια που έλεγαντα μέλη των διαφόρων επαγγελματικών ομάδων… …   Dictionary of Greek

  • έξαλλος — η, ο (AM ἔξαλλος, ον) ο εντελώς διαφορετικός από ό,τι ήταν προηγουμένως νεοελλ. 1. ο αλλοιωμένος από ισχυρό συναίσθημα, έξω φρενών, σφοδρός («έξαλλος από χαρά, από θυμό») 2. (για συναισθήματα) ασυγκράτητος, ανεξέλεγκτος («έξαλλη χαρά», «έξαλλο… …   Dictionary of Greek

  • τσαλαβουτώ — Ν 1. βαδίζω απρόσεκτα και πατώ μέσα στις λάσπες 2. αναταράσσω λάσπη 3. μτφ. εργάζομαι απρόσεκτα, τσαπατσούλικα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. βουτώ και έχει προέλθει από τη φρ. έξαλλα βουτώ ή, κατ άλλους, άτσαλα βουτώ (πρβλ. τσαλα πατώ)] …   Dictionary of Greek

  • τσαλαπατώ — Ν 1. ποδοπατώ, καταστρέφω κάτι ποδοπατώντας το («βγήκε τρέχοντας έξω και τσαλαπάτησε ό,τι βρήκε μπροστά του») 2. εξευτελίζω, στραπατσάρω, τσαλακώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. συνδέεται με το ρ. πατώ, έχουν, όμως, διατυπωθεί διάφορες απόψεις σχετικά με τον… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”